- κωπηλατώ
- κωπηλάτησα, τραβώ τα κουπιά, κινώ πλοίο με τα κουπιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωπηλατώ — κωπηλατώ, κωπηλάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κωπηλατώ — (AM κωπηλατῶ, έω) [κωπηλάτης] τραβώ κουπί, κινώ το σκάφος με χειρισμό τών κουπιών, λάμνω αρχ. κινώ κάτι προς τα εμπρός και πίσω, όπως λ.χ. όταν ο ξυλουργός στρέφει το τρυπάνι («ναυπηγίαν δ ὡσεί τις ἀρμόζων ἀνὴρ διπλοῑν χαλινοῑν τρύπανον… … Dictionary of Greek
κωπηλατῶ — κωπηλατέω pull an oar pres subj act 1st sg (attic epic doric) κωπηλατέω pull an oar pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμνοκοπώ — και λαμνοκωπώ κωπηλατώ, λάμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμνοκοπῶ < λαμνοκόπος και ο τ. λαμνοκωπῶ είναι επαναληπτικό σύνθετο < λάμνω «κωπηλατώ» + κωπῶ (< κώπη)] … Dictionary of Greek
περιερέσσω — και περιερέττω Α κωπηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek
υπερέσσω — και ὑπερέττω Α κωπηλατώ σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αερολάμνω — και αγερολάμνω λάμνω, κωπηλατώ, πετώ στον αέρα … Dictionary of Greek
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek